λυρικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λυρικός | η | λυρική | το | λυρικό |
| γενική | του | λυρικού | της | λυρικής | του | λυρικού |
| αιτιατική | τον | λυρικό | τη | λυρική | το | λυρικό |
| κλητική | λυρικέ | λυρική | λυρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λυρικοί | οι | λυρικές | τα | λυρικά |
| γενική | των | λυρικών | των | λυρικών | των | λυρικών |
| αιτιατική | τους | λυρικούς | τις | λυρικές | τα | λυρικά |
| κλητική | λυρικοί | λυρικές | λυρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυρικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λυρικός < λύρα + -ικός
- για τους σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική lyrique
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /li.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐ρι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]λυρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη λύρα, ανήκει σ’ αυτή, αναφέρεται σ’ αυτή ή τραγουδιέται με συνοδεία λύρας
- που έχει σχέση με τη λυρική ποίηση, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει ποιητικά στοιχεία
- που χρησιμοποιώντας ποιητικά ή άλλα κατάλληλα στοιχεία εκφράζει προσωπικά ή υποκειμενικά συναισθήματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιλυρικός
- επικολυρικός
- λυρικά (επίρρημα)
- λυρικότητα
- → και δείτε τη λέξη λύρα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)