λυρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
λυρικά < λυρικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
λυρικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λυρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λυρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λυρικό