κιθάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιθάρισμα < αρχαία ελληνική κιθάρισμα < κιθαρίζω < κίθαρις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιθάρισμα αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κιθαρίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιθάρισμα
|