πένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πένα | οι | πένες |
γενική | της | πένας | των | (πενών) |
αιτιατική | την | πένα | τις | πένες |
κλητική | πένα | πένες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πένα <
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πένα θηλυκό
- μικρό έλασμα που το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στους κονδυλοφόρους
- κονδυλοφόρος, στυλό, μέσο γραφής με μελάνι
- (μουσική) κοντόπληκτρο, μικρό πλήκτρο, όνυχας
- (πχ. σε αντιδιαστολή με το πλήκτρο του σαμιζέν)
- έλασμα για κρούση χορδών μουσικών οργάνων
- (μεταφορικά) η ικανότητα δημιουργικής γραφής, η συγγραφική δεινότητα
- (νόμισμα) υποδιαίρεση της αγγλικής λίρας
- για το φαγητό → δείτε τη λέξη πένες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραφής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)