Μετάβαση στο περιεχόμενο

μελανοδοχείο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελανοδοχείο τα μελανοδοχεία
      γενική του μελανοδοχείου των μελανοδοχείων
    αιτιατική το μελανοδοχείο τα μελανοδοχεία
     κλητική μελανοδοχείο μελανοδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μελανοδοχείο < ελληνιστική κοινή μελανοδοχεῖον < αρχαία ελληνική μέλας + ελληνιστική κοινή δοχεῖον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.la.no.ðoˈçi.o/
γυάλινο μελανοδοχείο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μελανοδοχείο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]