inkwell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία en
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
inkwell | inkwells |
inkwell (en)
ενικός | πληθυντικός |
inkwell | inkwells |
inkwell (en)