Μετάβαση στο περιεχόμενο

inkwell

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]

inkwell < ink + well

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inkwell inkwells

inkwell (en)