ink
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ink | inks |
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | ink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inks |
αόριστος | inked |
παθητική μετοχή | inked |
ενεργητική μετοχή | inking |
ink (en)
- μελανώνω
- ⮡ He inked the stamp.
- Μελάνωσε τη σφραγίδα.
- ⮡ He inked the stamp.
- (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο) υπογράφω ένα έγγραφο
- ⮡ The parties inked an agreement.
- Τα μέρη υπέγραψαν συμφωνητικό.
- ⮡ The parties inked an agreement.
- κάνω σε κάποιον τατουάζ