Μετάβαση στο περιεχόμενο

ink

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ink inks

ink (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το μελάνι, για γράψιμο, της σουπιάς
    παράδειγμα  a pen with black ink - στυλό με μαύρο μελάνι
    παράδειγμα  I am writing in ink.
    Γράφω με μελάνι.
  2. το τατουάζ
ενεστώτας ink
γ΄ ενικό ενεστώτα inks
αόριστος inked
παθητική μετοχή inked
ενεργητική μετοχή inking

ink (en)

  1. μελανώνω
    παράδειγμα  He inked the stamp.
    Μελάνωσε τη σφραγίδα.
  2. (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο) υπογράφω ένα έγγραφο
    παράδειγμα  The parties inked an agreement.
    Τα μέρη υπέγραψαν συμφωνητικό.
  3. κάνω σε κάποιον τατουάζ