μέλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέλας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέλας
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈme.las/
- τονικό παρώνυμο: μελάς, Μελάς
Επίθετο
[επεξεργασία]μέλας (θηλυκό μέλαινα, ουδέτερο μέλαν)
- (χρώμα, λόγιο) μαύρος
- (σε γεωγραφικές ονομασίες) Μέλας Δρυμός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- Μέλας Δρυμός
- μέλας ζωμός
- κρήνη μελάνυδρος (πηγή που το νερό της φαίνεται μαύρο, λόγω του βάθους της)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μέλας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
μελᾰν- | |||||||
ονομαστική | ὁ | μέλᾱς | ἡ | μέλαινᾰ | τὸ | μέλᾰν | |
γενική | τοῦ | μέλᾰνος | τῆς | μελαίνης | τοῦ | μέλᾰνος | |
δοτική | τῷ | μέλᾰνῐ | τῇ | μελαίνῃ | τῷ | μέλᾰνῐ | |
αιτιατική | τὸν | μέλᾰνᾰ | τὴν | μέλαινᾰν | τὸ | μέλᾰν | |
κλητική ὦ! | μέλᾰν | μέλαινᾰ | μέλᾰν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | μέλᾰνες | αἱ | μέλαιναι | τὰ | μέλᾰνᾰ | |
γενική | τῶν | μελᾰ́νων | τῶν | μελαίνων | τῶν | μελᾰ́νων | |
δοτική | τοῖς | μέλᾰσῐ(ν) | ταῖς | μελαίναις | τοῖς | μέλᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | μέλᾰνᾰς | τὰς | μελαίνᾱς | τὰ | μέλᾰνᾰ | |
κλητική ὦ! | μέλᾰνες | μέλαιναι | μέλᾰνᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μέλᾰνε | τὼ | μελαίνᾱ | τὼ | μέλᾰνε | |
γεν-δοτ | τοῖν | μελᾰ́νοιν | τοῖν | μελαίναιν | τοῖν | μελᾰ́νοιν | |
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέλας' όπως «μέλας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέλᾱς < *μέλαν-ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *melh₂-, *mel- (σκουρόχρωμος) με παρεκτεταμένη μορφή (σημασία «βρομίζω, λερώνω»).[1] Για το <ν> του θέματος, μόνον υποθέσεις: Ίσως από παλιότερο θέμα *μελανο-. Επίσης, παραλληλίζεται με το επίθετο τάλᾱς. Το θηλυκό μέλαινα (μελ-αν-ια) ίσως από *melh₂-n*-h₂. Μερικά συγγενή με τη σημασία χρώματος: λετονική melns (μαύρος), λιθουανική mėlynas (κίτρινο, ώχρα).[2] Ίσως η λατινική mulleus (ερυθρός).[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]μέλᾱς (θηλυκό μέλαινα, ουδέτερο μέλαν)
Παραθετικά
[επεξεργασία]- |
- |
-
|
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα μελ- (*mel-)
- μελάγ-
- μελαινάς
- μελαιναῖος
- μελαίνομαι
- μελάμ-
- μελανέω
- μελάνιον
- μελανία
- μελανο- και οι μορφές του & Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μελανο- στο Βικιλεξικό
- μελανότης
- μελανός
- μέλανσις
- μελαντηρία
- μελάνω
- μελανώδης
- μέλασμα
- μελασμός
θέμα μολ- (*mol-)
- μολύνω & συγγενικά
Θέμα μωλ- (*mōl-)
- μώλωψ & συγγενικά
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- μέλας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέλας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μέλας' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μέλας' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρώματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)