πένες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ωμές πένες

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πένα οι πένες
      γενική της πένας
    αιτιατική την πένα τις πένες
     κλητική πένα πένες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πένες < (άμεσο δάνειο) ιταλική penna (φτερό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πένες θηλυκό στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

πένες: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πένες θηλυκό