ζυμαρικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ζυμαρικό | ζυμαρικά |
γενική | ζυμαρικού | ζυμαρικών |
αιτιατική | ζυμαρικό | ζυμαρικά |
κλητική | ζυμαρικό | ζυμαρικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζυμαρικό ουδέτερο
- γενική ονομασία για τρόφιμα από ζυμάρι που παρασκευάζεται από σιμιγδάλι, νερό και άλλα υλικά, κόβεται σε διάφορα σχήματα και αποξηραίνεται