Μετάβαση στο περιεχόμενο

penny

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
penny pennies / pence

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
penny < (κληρονομημένο) μέση αγγλική peni < αγγλοσαξονικά penning, penniġ, πρωτογερμανική *panningaz

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɛ.ni/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

penny (en)

  • (νόμισμα) η πένα
      I will not take a penny less than 5,000 dollars for my car.
    Δεν θα δεχτώ ούτε μια πένα λιγότερο από 5.000 δολάρια για το αυτοκίνητό μου.