κονδυλοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονδυλοφόρος < μεσαιωνική ελληνική κονδύλι(ν) + -ο- + φόρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική porte-plume[1])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /konðiloˈfoɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κον‐δυ‐λο‐φό‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονδυλοφόρος αρσενικό
- ξύλινο ή μεταλλικό όργανο γραφής (παλαιότερων εποχών) με προσαρμοσμένη πένα στην άκρη του
- (μεταφορικά, μειωτικό) (αργυρώνητος) δημοσιογράφος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονδυλοφόρος
Επίθετο[επεξεργασία]
κονδυλοφόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονδυλοφόρος
|
- ↑ κονδυλοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)