Μετάβαση στο περιεχόμενο

administratrice

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
administratrice administratrices

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
administratrice < (άμεσο δάνειο) γαλλική administratrice (διαχειρίστρια) < ιταλική amministratrice (διαχειρίστρια) < νεολατινική administrātrīx[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ædˌmɪnɪsˈtɹeɪˌtɹɪs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

administratrice (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. administratice - The Century Dictionary Online



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ad.mi.nis.tʁa.tʁis/
 
 

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

administratrice (fr)