διαχειριστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαχειριστής οι διαχειριστές
      γενική του διαχειριστή
διαχειριστού
των διαχειριστών
    αιτιατική τον διαχειριστή τους διαχειριστές
     κλητική διαχειριστή
(διαχειριστά)
διαχειριστές
Οι δεύτεροι τύποι, σε επίσημο ή σε ειρωνικό ύφος.
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαχειριστής < διαχειρίζομαι + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαχειριστής αρσενικό (θηλυκό: διαχειρίστρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που έχει την ευθύνη της διαχείρισης, οικονομικής ή άλλης
    διαχειριστής των επενδύσεων του ανήλικου ορίστηκε ο κ. Τάδε
  2. (σε πολυκατοικία) πρόσωπο που διαχειρίζεται τα κοινόχρηστα οικονομικά και συνήθως ταυτόχρονα φροντίζει για τη σωστή λειτουργία μιας πολυκατοικίας
  3. (πληροφορική) αυτός που υποστηρίζει, ρυθμίζει ένα σύστημα ή υποσύστημα (δίκτυο, βάση δεδομένων, κλπ.) πληροφορικής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]