μοναδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοναδικός < αρχαία ελληνική μοναδικός < μονάς
Επίθετο[επεξεργασία]
μοναδικός, -ή, -ό
- που υπάρχει ή συμβαίνει μόνο μία φορά
- τη μοναδική φορά που πήγε για σκι, έσπασε το πόδι του
- κάθε ανθρώπινο ον είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο
- (σε σχήμα υπερβολής) εξαιρετικός, πάρα πολύ καλός
- η ικανότητά του στις ξένες γλώσσες είναι μοναδική