μοναδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοναδικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μοναδικός (αρχαία σημασία: μεμονωμένος) < μονάς, μοναδ- + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.na.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐να‐δι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
μοναδικός, -ή, -ό
- που υπάρχει ή συμβαίνει μόνο μία φορά
- ↪ Τη μοναδική φορά που πήγε για σκι, έσπασε το πόδι του.
- ↪ Κάθε ανθρώπινο ον είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο.
- (σε σχήμα υπερβολής) εξαιρετικός, πάρα πολύ καλός
- ↪ Η ικανότητά του στις ξένες γλώσσες είναι μοναδική.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
σχετικές λέξεις:
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοναδικός
Πηγές[επεξεργασία]
- μοναδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μοναδικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μοναδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)