koń
Εμφάνιση
Κάτω σορβικά (dsb)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]koń
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]koń (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο), (σκάκι), (κοινά) το άλογο, ο ίππος
- (ενόργανη) ο ίππος
- το εφαλτήριο
Παροιμίες
[επεξεργασία]- darowanemu koniowi w zęby się nie zagląda: (κατά λέξη: όποιου του χαρίζουν άλογο δεν το κοιτάει στα δόντια)
- koń ma cztery nogi i też się potknie: