cavalo
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
cavalo
(pt)
αρσενικό
(
ζωολογία
) το
άλογο
Εκφράσεις
[
επεξεργασία
]
a cavalo
- (
ταξιδεύοντας, πηγαίνοντας
)
έφιππος
, με το
άλογο
Κατηγορίες
:
Πορτογαλική γλώσσα
Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
Ζωολογία (πορτογαλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Čeština
Dansk
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Gaelg
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
ქართული
Kurdî
Kernowek
Кыргызча
Lietuvių
Malagasy
Nāhuatl
Plattdüütsch
Nederlands
Norsk nynorsk
Norsk
Occitan
ਪੰਜਾਬੀ
Polski
Português
Română
Русский
Soomaaliga
Svenska
தமிழ்
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
Oʻzbekcha/ўзбекча
Volapük
中文