Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλογόμυγα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλογόμυγα οι αλογόμυγες
      γενική της αλογόμυγας των αλογόμυγων
    αιτιατική την αλογόμυγα τις αλογόμυγες
     κλητική αλογόμυγα αλογόμυγες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκίτσο αλογόμυγας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλογόμυγα < αλογό- + μύγα. Δείτε και την ελληνιστική ἀλογομυῖα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλογόμυγα θηλυκό

  1. (έντομο) χοντρή μύγα της οποίας το θηλυκό τρέφεται από το αίμα των ζώων
  2. (μεταφορικά) πολύ ενοχλητικός άνθρωπος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]