αλογόμυγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλογόμυγα < αλογό- + μύγα. Δείτε και την ελληνιστική ἀλογομυῖα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλογόμυγα θηλυκό
- (έντομο) χοντρή μύγα της οποίας το θηλυκό τρέφεται από το αίμα των ζώων
- (μεταφορικά) πολύ ενοχλητικός άνθρωπος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αλογόμυγα στη Βικιπαίδεια