εβραιοϊσπανικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εβραιοϊσπανικά | ||
γενική | των | εβραιοϊσπανικών | ||
αιτιατική | τα | εβραιοϊσπανικά | ||
κλητική | εβραιοϊσπανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εβραιοϊσπανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εβραιοϊσπανικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εβραιοϊσπανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) λατινογενές ιδίωμα που προέρχεται από τη μεσαιωνική καστιλλιάνικη διάλεκτο των ισπανικών που μιλούσαν οι Εβραίοι της ιβηρικής χερσονήσου (οι Σεφαρδίτες ή Σεφαρδίμ)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- εβραιο-ισπανικά
- ιουδαιοϊσπανικά ιουδαιο-ισπανικά
- λαντίνο
- σεφαρδικά / σεφαραδικά / σεφαρδίτικα / σεφαραδίτικα
- ισπανοεβραϊκά (λιγότερο ακριβές)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- κωδικός γλώσσας: lad
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εβραιοϊσπανικά