Μετάβαση στο περιεχόμενο

λαντίνο

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαντίνο < (άμεσο δάνειο) ισπανική ladino < λατινική latinus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαντίνο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]