γουρουνάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γουρουνάκι | τα | γουρουνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γουρουνάκι | τα | γουρουνάκια |
κλητική | γουρουνάκι | γουρουνάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γουρουνάκι < γουρούν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική γουρουνάκι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣu.ɾuˈna.ci/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουρουνάκι ουδέτερο
- μικρό γουρούνι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γουρουνάκι < γουρούν(ιν) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουρουνάκι ουδέτερο
- το γουρουνάκι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ.364, Τόμος Δ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά σε -άκι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά σε -άκι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)