γουρουνάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γουρουνάς < γουρούν(ι) + -άς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γουρουνάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο χοιροβοσκός· [1] αυτός που εκτρέφει ή εμπορεύεται γουρούνια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γουρουνάς
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 262.