Μετάβαση στο περιεχόμενο

χοιροβοσκός

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Χοιροβοσκός

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χοιροβοσκός οι χοιροβοσκοί
      γενική του χοιροβοσκού των χοιροβοσκών
    αιτιατική τον χοιροβοσκό τους χοιροβοσκούς
     κλητική χοιροβοσκέ χοιροβοσκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χοιροβοσκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χοιροβοσκός < αρχαία ελληνική χοῖρος (χοίρος), χοιρο- + βοσκός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χοιροβοσκός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χοιροβοσκός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χοιροβοσκός. Μορφολογικά αναλύεται σε χοῖρος χοιρο- + βοσκός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χοιροβοσκός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο χοιροτρόφος
  2. για το επώνυμο, δείτε Χοιροβοσκός



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χοιροβοσκός οἱ χοιροβοσκοί
      γενική τοῦ χοιροβοσκοῦ τῶν χοιροβοσκῶν
      δοτική τῷ χοιροβοσκ τοῖς χοιροβοσκοῖς
    αιτιατική τὸν χοιροβοσκόν τοὺς χοιροβοσκούς
     κλητική ! χοιροβοσκέ χοιροβοσκοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χοιροβοσκώ
γεν-δοτ τοῖν  χοιροβοσκοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χοιροβοσκός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χοῖρος χοιρο- + βοσκός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χοιροβοσκός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]