χοιροβοσκός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χοιροβοσκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χοιροβοσκός < αρχαία ελληνική χοῖρος (χοίρος), χοιρο- + βοσκός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χοιροβοσκός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο χοιροτρόφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χοιροβοσκός
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χοιροβοσκός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χοιροβοσκός. Μορφολογικά αναλύεται σε χοῖρος χοιρο- + βοσκός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χοιροβοσκός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο χοιροτρόφος
- για το επώνυμο, δείτε Χοιροβοσκός
Πηγές
[επεξεργασία]- χοιροβοσκός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- χοιροβοσκός, Χοιροβοσκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χοιροβοσκός | οἱ | χοιροβοσκοί | ||||
| γενική | τοῦ | χοιροβοσκοῦ | τῶν | χοιροβοσκῶν | ||||
| δοτική | τῷ | χοιροβοσκῷ | τοῖς | χοιροβοσκοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | χοιροβοσκόν | τοὺς | χοιροβοσκούς | ||||
| κλητική ὦ! | χοιροβοσκέ | χοιροβοσκοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χοιροβοσκώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | χοιροβοσκοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χοιροβοσκός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χοῖρος χοιρο- + βοσκός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χοιροβοσκός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (επάγγελμα) ο χοιροβοσκός
- ※ 5ος αιώνας κε ⌘ Ἡσύχιος, Γλῶσσαι, Σ
- <Συβώτης>: συοτρόφος, χοιροτρόφος, χοιροβοσκός. καὶ ὄνομα κύριον
- ※ 5ος αιώνας κε ⌘ Ἡσύχιος, Γλῶσσαι, Σ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- χοιροβοσκῶ (κλίση χοιροβοσκέω)
- → και δείτε τις λέξεις χοῖρος και βοσκός
Πηγές
[επεξεργασία]- χοιροβοσκός, Χοιροβοσκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χοιρο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χοιρο- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επαγγέλματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα χοιρο- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησύχιο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από λεξικά (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)