Schwein
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Schwein < από ιαπετική ρίζα, συγγενές με την αρχαία ελληνική συς, τη λατινική sus και την αγγλική swine
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Schwein | Schweine |
γενική | Schwein(e)s | Schweine |
δοτική | Schwein(e) | Schweinen |
αιτιατική | Schwein | Schweine |
Schwein (de) (πληθυντικός Schweine) ουδέτερο
- (ζωολογία) γουρούνι, χοίρος
- χοιρινό κρέας
- απαξιωτικός χαρακτηρισμός για βρώμικους ή ανήθικους ανθρώπους, βρισιά
- Du Schwein!