Μετάβαση στο περιεχόμενο

Schwein

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Schwein die Schweine
γενική des Schweins
Schweines
der Schweine
δοτική dem Schwein
Schweine
den Schweinen
αιτιατική das Schwein die Schweine

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schwein < από ιαπετική ρίζα, συγγενές με την αρχαία ελληνική συς, τη λατινική sus και την αγγλική swine

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Schwein (de) (πληθυντικός Schweine) ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) γουρούνι, χοίρος
  2. χοιρινό κρέας
     συνώνυμα: Schweinefleisch
  3. απαξιωτικός χαρακτηρισμός για βρώμικους ή ανήθικους ανθρώπους, βρισιά
    Du Schwein!

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schwein < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schwein αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023