Schwein
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Schwein | die | Schweine |
γενική | des | Schweins Schweines |
der | Schweine |
δοτική | dem | Schwein Schweine |
den | Schweinen |
αιτιατική | das | Schwein | die | Schweine |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Schwein < από ιαπετική ρίζα, συγγενές με την αρχαία ελληνική συς, τη λατινική sus και την αγγλική swine
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Schwein (de) (πληθυντικός Schweine) ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) γουρούνι, χοίρος
- χοιρινό κρέας
- απαξιωτικός χαρακτηρισμός για βρώμικους ή ανήθικους ανθρώπους, βρισιά
- Du Schwein!
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Schwein < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Schwein αρσενικό ή θηλυκό