Wildschwein
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Wildschwein | Wildschweine |
γενική | Wildschwein(e)s | Wildschweine |
δοτική | Wildschwein(e) | Wildschweinen |
αιτιατική | Wildschwein | Wildschweine |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Wildschwein (de) ουδέτερο