wild
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | wild |
συγκριτικός | wilder |
υπερθετικός | wildest |
Επίθετο[επεξεργασία]
wild (en)
- άγριος
- ↪ The wild bear is very dangerous.
- Η άγρια αρκούδα είναι πολύ επικίνδυνη.
- ↪ The wild bear is very dangerous.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
wild (de)