χασμάομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασμάομαι < χάσμα

Ρήμα[επεξεργασία]

χασμάομαι

  1. μένω για ώρα με ανοιχτό το στόμα
  2. χασμουριέμαι

Συγγενικά[επεξεργασία]