χασμούρημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασμούρημα τα χασμουρήματα
      γενική του χασμουρήματος των χασμουρημάτων
    αιτιατική το χασμούρημα τα χασμουρήματα
     κλητική χασμούρημα χασμουρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χασμούρημα < χασμουριέμαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χασμούρημα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του ρήματος χασμουριέμαι
    Μια θεωρία για την ερμηνεία του ανακλαστικού του χασμουρήματος είναι ότι δροσίζει τον εγκέφαλο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]