ἀθύρωτον στόμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
ἀθύρωτον στόμα ουδέτερο
- συνώνυμο του ἀπύλωτον στόμα → δείτε τη λέξη ἀπύλωτος
ἀθύρωτον στόμα ουδέτερο