στοματάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στοματάρα | οι | στοματάρες |
γενική | της | στοματάρας | — | |
αιτιατική | τη | στοματάρα | τις | στοματάρες |
κλητική | στοματάρα | στοματάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοματάρα < στόμα + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοματάρα θηλυκό
- μεγάλο στόμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοματάρα
|