Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀθυρόστομος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αθυρόστομος

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀθυρόστομος τὸ ἀθυρόστομον
      γενική τοῦ/τῆς ἀθυροστόμου τοῦ ἀθυροστόμου
      δοτική τῷ/τῇ ἀθυροστόμ τῷ ἀθυροστόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀθυρόστομον τὸ ἀθυρόστομον
     κλητική ! ἀθυρόστομε ἀθυρόστομον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀθυρόστομοι τὰ ἀθυρόστομ
      γενική τῶν ἀθυροστόμων τῶν ἀθυροστόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀθυροστόμοις τοῖς ἀθυροστόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀθυροστόμους τὰ ἀθυρόστομ
     κλητική ! ἀθυρόστομοι ἀθυρόστομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀθυροστόμω τὼ ἀθυροστόμω
      γεν-δοτ τοῖν ἀθυροστόμοιν τοῖν ἀθυροστόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀθυρόστομος < ἀ- + θύρ(α) + -ό- + -στομος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀθυρόστομος, -ον

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]