Μετάβαση στο περιεχόμενο

mouth

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mouth mouths

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mouth (en)

  1. (ανατομία) το στόμα
  2. το στόμιο, ένα άνοιγμα που επιτρέπει την είσοδο ή την έξοδο
    παράδειγμα  the mouth of a cave/of a port/of a river/of a tunnel - το στόμιο μιας σπηλιάς/ενός λιμανιού/ενός ποταμού/ενός τούνελ