στομίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στομίδα < στόμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στομίδα θηλυκό
- μεταλλικό εξάρτημα του χαλιναριού που προσαρμόζεται στο στόμα του αλόγου