bocado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bocado | bocados |
bocado (pt)αρσενικό
- το κομμάτι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- un bocado - λίγο