bouche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bouche (fr)
- στόμα
- (κατʼ επέκταση) αυτός που τρώει, το στόμα
- j'ai quatre bouches à nourrir - έχω τέσσερα στόματα να θρέψω
- στόμιο
- bouche d'aération - στόμιο αερισμού
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- avoir bouche à cour: τρώω χάρη στα έξοδα του βασιλιά (έκφραση που υπήρχε στις Βερσαλλίες)