πίστομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πίστομα < μεσαιωνική ελληνική επίστομα < αρχαία ελληνική ἐπί στόμα
Επίρρημα
[επεξεργασία]πίστομα
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του επίστομα: μπρούμυτα
- ※ Kι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Kουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του: «Bάλ'το πίστομα μέσα» (καταληκτική φράση στο διήγημα «Πίστομα» (1899) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη).
- ※ Με πρόσβαλε ο μπάρμπας, μάνα, έλεγε σήμερα στη Χριστινιά, που βουτημένη στα μαύρα, είχε πάει στο μνήμα του αντρούς της κι ήταν πεσμένη πίστομα στο χώμα και θρηνούσε. (Ο καπετάν Μιχάλης (Ελευτερία ή θάνατος), Νίκος Καζαντζάκης, 1981)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πίστομα
|