στοματάκι
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | στοματάκι | στοματάκια |
γενική | ||
αιτιατική | στοματάκι | στοματάκια |
κλητική | στοματάκι | στοματάκια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοματάκι < στόμα, στοματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stɔ.maˈta.ci/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοματάκι ουδέτερο
- μικρό στόμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοματάκι