Μετάβαση στο περιεχόμενο

spoken

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

spoken (en) (χωρίς παραθετικά)

  • προφορικός
      the written word and the spoken word - ο γραπτός λόγος και ο προφορικός λόγος
      Her spoken English is better than her written.
    Τα προφορικά της στα αγγλικά είναι καλύτερα από τα γραπτά της.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

spoken (en)