speak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | speak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | speaks |
αόριστος | spoke |
παθητική μετοχή | spoken |
ενεργητική μετοχή | speaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Και παλαιός αόριστος spake. |
Ρήμα[επεξεργασία]
speak (en)
- μιλώ
- (μεταβατικό) λέω, δηλώνω προφορικά μια λέξη ή φράση
Πηγές[επεξεργασία]
- speak - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495-497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λέ(γ)ω