speak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | speak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | speaks |
αόριστος | spoke |
παθητική μετοχή | spoken |
ενεργητική μετοχή | speaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Και παλαιός αόριστος spake. |
Ρήμα[επεξεργασία]
speak (en)