English-speaking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
English-speaking (en) (χωρίς παραθετικά)
- αγγλόφωνος, που σχετίζονται με όσους μιλούν αγγλικά
- ↪ English-speaking populations - Αγγλόφωνοι πληθυσμοί
- ↪ an English-speaking country/area - Αγγλόφωνη χώρα/περιοχή
- ↪ the English-speaking people of Canada/the English-speakers of Canada - οι αγγλόφωνοι του Καναδά