sentence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sentence (en)
- πρόταση (μια νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά από λέξεις)
- η καταδίκη
- η ποινή στην οποία κάποιος καταδικάζεται
- death sentence - θανατική ποινή
- (παρωχημένο) η απόφαση ενός δικαστηρίου
- το μότο
Ρήμα[επεξεργασία]
sentence (en)
- καταδικάζω, επιβάλλω ποινή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sentence | sentences |
sentence (fr) θηλυκό
- η δικαστική απόφαση
- η κρίση, η γνώμη
- (παρωχημένο) η σκέψη (που σχετίζεται συνήθως με την ηθική) που εκφράζεται κατά δογματικό και λόγιο τρόπο
- ≈ συνώνυμα: adage, aphorisme, apophtegme, maxime