speech
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
speech | speeches |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
speech (en)
- λόγος
- (ιδιωματισμός) η βωμολοχία, υβριστικός λόγος, λόγος με βρισιές, η βρισιά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- acceptance speech
- budget speech
- direct speech
- figure of speech
- part of speech
- speech community
- speech therapist
- speech therapy