speech
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
speech | speeches |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]speech (en)
- ο λόγος, μια επίσημη ομιλία που κάνει ένα άτομο σε ένα ακροατήριο
I am making a speech.
- Βγάζω λόγο/Κάνω ομιλία.
She limited speeches to 5 minutes.
- Περιόρισε τις ομιλίες σε 5 λεπτά.
- (μη μετρήσιμο) ο λόγος, η γλώσσα που χρησιμοποιείται όταν μιλάμε
the parts of speech - τα μέρη του λόγου
freedom of speech - ελευθερία του λόγου
- (μη μετρήσιμο) ο λόγος, η μιλιά, η λαλιά, η ικανότητα του να μιλάει
Speech distinguishes man from animals.
- Ο λόγος διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα.
Fear deprived him of speech.
- Έχασε τη λαλιά του από το φόβο του.
- (μη μετρήσιμο) η ομιλία, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο
The author, in his writings, maintains the natural tone of everyday speech.
- Ο συγγραφέας διατηρεί στα γραπτά του το φυσικό τόνο της καθημερινής ομιλίας.