figure of speech
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
figure of speech | figures of speech |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]figure of speech (en)
- (γλωσσολογία, ιδιωματισμός) το σχήμα λόγου, ο τρόπος του λέγειν, για τρόπο έκφρασης που δεν κυριολεκτεί
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- figure of speech στην αγγλική Βικιπαίδεια