παράλογο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράλογο < ουδέτερο του παράλογος < αρχαία ελληνική παράλογο < παρά + λόγος < λέγω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική irrationnel)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾa.lo.ɣo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράλογο ουδέτερο
- η κατάσταση στην οποία αίρεται η λογική ή ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης
- καθετί που δεν εξηγείται με την κοινή λογική
- η φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη ότι οι άνθρωποι ζουν σε ένα παράλογο και άσκοπο κόσμο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ιστορία του παραλόγου : για κάθε περίπτωση που έχει παράλογα στοιχεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- παράλογο γονίδιο (από το paralog / paralogue)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)