absurde
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
absurde | absurdes |
absurde (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]absurde (fr) αρσενικό
- το παράλογο