λογιοτατισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογιοτατισμός < λογιώτατος + -ισμός· ο υπερθετικός του επιθέτου λόγιος εδώ αποκτά ειρωνική απόχρωση.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογιοτατισμός αρσενικό
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογιοτατισμός
|