ασθενείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ασθενείς αρσενικό ή θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασθενής
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ασθενείς αρσενικό ή θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασθενής