σθεναρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σθεναρός < αρχαία ελληνική σθεναρός < σθένος
Επίθετο[επεξεργασία]
σθεναρός, -ή, -ό
- που έχει σθένος, δύναμη και γενναιότητα, ιδίως στον ψυχικό και ηθικό τομέα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- σθεναρά
- σθεναρότητα
- σθεναρώς
- → δείτε τη λέξη σθένος