σθεναρά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]σθεναρά < σθεναρός
Επίρρημα
[επεξεργασία]σθεναρά
- με ψυχική δύναμη
- Ο τρίτος λόχος πεζικού αντιστάθηκε σθεναρά στην πολυήμερη πολιορκία του εχθρού.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σθεναρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σθεναρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σθεναρό