αρρωστημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρρωστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αρρωσταίνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αρρωστημένος, -η, -ο
- νοσηρός, κυρίως με την έννοια τη συναισθηματική και ψυχική, αλλά και κυριολεκτικά, μη υγιεινός
- ⮡ Αυτή η κατάσταση είναι αρρωστημένη, ας χωρίσουμε να ξεμπερδεύουμε
- ⮡ Άνοιξε να μπει λίγος αέρας, τι αρρωστημένη ατμόσφαιρα έχετε εδώ μέσα!
- ※ Διαβάζοντας την είδηση, χρειάστηκε να ελέγξω 3 φορές για να σιγουρευτώ πως το ημερολόγιο δεν έγραφε ακόμη "1η Απριλίου" και ότι κάποιος αναίσθητος φαρσέρ, με άκρως διεστραμμένη και αρρωστημένη αίσθηση του χιούμορ, δεν προσπαθούσε να μας βάλει στο πνεύμα της δικής του ψυχανωμαλίας. (Ευτυχώς, δεν είναι εντελώς τυφλή! Αλλά…, Capital, 5/4/2023 )